περιούσιος

περιούσιος
περιούσιος, ον (περί + εἰμί, περίειμι ‘to be over and above’) pert. to being of very special status, chosen, especial (PGen 11, 17 the married man is called ὁ περιούσιος ‘the chosen one’. Herm. Wr. 1, 19: Rtzst., Poim. 334; LXX) λαὸς π., a transl. of עַם סְגֻלָּה Ex 19:5; 23:22 (here only in the LXX); Dt 7:6; 14:2 (λ. π. ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν or παρὰ πάντα τὰ ἔθνη); 26:18; following these, Tit 2:14; 1 Cl 64 a chosen people (B-D-F §113, 1; Mlt-H. 322; Lghtf., On a Fresh Revision of the Engl. NT 1891, 260ff).—DELG s.v. εἰμί. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιούσιος — having more than enough masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιούσιος — ον, ΜΑ ξεχωριστός, εκλεκτός, αγαπητός («λαὸς περιούσιος ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν», ΠΔ) αρχ. αυτός που έχει περιουσία, ευκατάστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. επι ούσιος] …   Dictionary of Greek

  • περιούσιος — α, ο αγαπητός, εκλεκτός: Οι Εβραίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον περιούσιο λαό του Κυρίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιούσιον — περιούσιος having more than enough masc/fem acc sg περιούσιος having more than enough neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίοις — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίου — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιουσίῳ — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Neboulos — Allegiance Byzantine Empire Umayyad Caliphate Commands held archon of the Slavic corps Battles/wars Battle of Sebastopolis Neboul …   Wikipedia

  • Небул — греч. Νέβουλος Принадлежность …   Википедия

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • ιεράτευμα — το (ΑΜ ἱεράτευμα) [ιερατεύω] 1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών 2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» το σύνολο τών πιστών τής ιουδαϊκής θρησκείας ἡ τής χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός τού θεού, τα μέλη τού οποίου έχουν τη γενική, μη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”